ισοφάριση

ισοφάριση
η
επίτευξη ίδιου σκορ, εξίσωση: Στο δεύτερο ημιχρόνιο πέτυχαν την ισοφάριση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισοφάριση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοφαρίζω …   Dictionary of Greek

  • ισοστάθμιση — η η ισορρόπηση δύο πραγμάτων, η ισοφάρισή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”